απίσσωτος

απίσσωτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι πισσωμένος: Η βάρκα ήταν απίσσωτη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απίσσωτος — η, ο (Α ἀπίσσωτος, ον) αυτός που δεν έχει αλειφθεί με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πισσώ ( όω) < πίσσα] …   Dictionary of Greek

  • ἀπίσσωτον — ἀπίσσωτος unpitched masc/fem acc sg ἀπίσσωτος unpitched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπίσσωτα — ἀπίσσωτος unpitched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπιττώτοις — ἀπισσώτοις , ἀπίσσωτος unpitched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”